- καταστάξας
- καταστάξᾱς , καταστάζωshedaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)καταστάξᾱς , καταστάζωshedaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλαγμός — παλαγμός, ὁ (Α) [παλάσσω (Ι)] ράντισμα, πιτσίλισμα («πρὶν ἂν παλαγμοῑς αἵματος χοιροκτόνου αὐτὸς σε χράνῃ Ζεὺς καταστάξας χειροῑν», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek